- νταγλαράς
- οο πολύ ψηλός, αλλά άχαρος, αλλ. κρεμανταλάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νταγλαράς — ο (με ειρωνική σημ.) άνθρωπος πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dağli «αυτός που ζει στο βουνό» < dağ «βουνό» + κατάλ. αράς] … Dictionary of Greek
ταβλαμπάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. κληρικός (παπάς ή καλόγερος) μεγαλόσωμος και χοντρός (πρβλ. νταγλαράς). 2. ράθυμος, τεμπέλης, αμελής: Το πρωί όταν ξυπνάει είναι ταβλαμπάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)